- ωοθηκίτις
- (-ιδος) η мед. оофорит, воспаление яичника
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ωοθηκίτιδα — Φλεγμονή της ωοθήκης. Διακρίνεται σε οξεία και χρόνια και, σε ορισμένες περιπτώσεις, εμφανίζεται ύστερα από φλεγμονή των άλλων γεννητικών οργάνων ή ως συνέχεια γενικής λοίμωξης. Τα μικρόβια, που συνήθως σχετίζονται με την ω. είναι ο στρεπτόκοκκος … Dictionary of Greek